- ωοθηκικός
- -ή, -ό, Ν [ωοθήκη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωοθήκη2. φρ. α) «ωοθηκική αρτηρία»ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αρτηρίαςβ) «ωοθηκικός βόθρος»ανατ. κατάδυση τού περιτοναίου, όπου βρίσκονται οι ωοθήκεςγ) «ωοθηκική ανεπάρκεια»ιατρ. έκκριση ελαττωμένων ποσοτήτων ορμονών από τις ωοθήκεςδ) «ωοθηκική κύηση» — η εξωμήτρια κύηση.
Dictionary of Greek. 2013.